Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
βακαλάος
βακαλάος
Greek
Noun
βακαλάος
•
(
vakaláos
)
m
(
plural
βακαλάοι
)
(
formal
)
Alternative form of
μπακαλιάρος
(
bakaliáros
)
Declension
declension of
βακαλάος
singular
plural
nominative
βακαλάος
βακαλάοι
genitive
βακαλάου
βακαλάων
accusative
βακαλάο
βακαλάους
vocative
βακαλάε
βακαλάοι
Similar Results