Definify.com
Definition 2024
βακτήριο
βακτήριο
Greek
Noun
βακτήριο • (vaktírio) n (plural βακτήρια)
Declension
declension of βακτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βακτήριο | βακτήρια |
genitive | βακτηρίου | βακτηρίων |
accusative | βακτήριο | βακτήρια |
vocative | βακτήριο | βακτήρια |
See also
- μικρόβιο n (mikróvio, “microbe, germ”)
- βακτηρίδιο n (vaktirídio, “bacterium”)
- ιός m (iós, “virus”)