Definify.com

Definition 2024


βακτηριολογικά

βακτηριολογικά

Greek

Adjective

βακτηριολογικά (vaktiriologiká)

  1. Nominative neuter plural form of βακτηριολογικός (vaktiriologikós).
  2. Accusative neuter plural form of βακτηριολογικός (vaktiriologikós).
  3. Vocative neuter plural form of βακτηριολογικός (vaktiriologikós).