Definify.com
Definition 2025
βασανιστής
βασανιστής
Greek
Noun
βασανιστής • (vasanistís) m (plural βασανιστές, feminine βασανίστρια)
Declension
declension of βασανιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βασανιστής | βασανιστές |
genitive | βασανιστή | βασανιστών |
accusative | βασανιστή | βασανιστές |
vocative | βασανιστή | βασανιστές |
Related terms
- see: βάσανο n (vásano, “torture”)