Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
βατράχι
βατράχι
Greek
Noun
βατράχι
•
(
vatráchi
)
n
(
plural
βατράχια
)
diminutive of
βάτραχος
(
vátrachos
)
:
froglet
Declension
declension of
βατράχι
singular
plural
nominative
βατράχι
βατράχια
genitive
βατραχιού
βατραχιών
accusative
βατράχι
βατράχια
vocative
βατράχι
βατράχια
Related terms
see:
βάτραχος
m
(
vátrachos
,
“
frog
”
)
Similar Results