Definify.com
Definition 2024
βατραχάνθρωπος
βατραχάνθρωπος
Greek
Noun
βατραχάνθρωπος • (vatrachánthropos) m (plural βατραχάνθρωποι)
Declension
declension of βατραχάνθρωπος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βατραχάνθρωπος | βατραχάνθρωποι |
genitive | βατραχανθρώπου | βατραχανθρώπων |
accusative | βατραχάνθρωπο | βατραχανθρώπους |
vocative | βατραχάνθρωπε | βατραχάνθρωποι |
Related terms
- see: βάτραχος m (vátrachos, “frog”)