Definify.com
Definition 2024
βεβαίωση
βεβαίωση
Greek
Noun
βεβαίωση • (vevaíosi) f (plural βεβαιώσεις)
Declension
declension of βεβαίωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βεβαίωση | βεβαιώσεις |
genitive | βεβαίωσης / βεβαιώσεως | βεβαιώσεων |
accusative | βεβαίωση | βεβαιώσεις |
vocative | βεβαίωση | βεβαιώσεις |
Related terms
- see: βέβαιος (vévaios, “certain, sure”)