Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
βελόνι
βελόνι
Greek
Noun
βελόνι
•
(
velóni
)
n
(
plural
βελόνια
)
small
needle
Declension
declension of
βελόνι
singular
plural
nominative
βελόνι
βελόνια
genitive
βελονιού
βελονιών
accusative
βελόνι
βελόνια
vocative
βελόνι
βελόνια
Related terms
see:
βελόνα
f
(
velóna
,
“
needle
”
)
Similar Results