Definify.com
Definition 2024
βερικοκιά
βερικοκιά
Greek
Noun
βερικοκιά • (verikokiá) f (plural βερικοκιές)
Declension
declension of βερικοκιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βερικοκιά | βερικοκιές |
genitive | βερικοκιάς | βερικοκιών |
accusative | βερικοκιά | βερικοκιές |
vocative | βερικοκιά | βερικοκιές |
Related terms
- βερίκοκο n (veríkoko, “apricot”)