Definify.com
Definition 2024
βερνίκωμα
βερνίκωμα
Greek
Noun
βερνίκωμα • (verníkoma) n (plural βερνικώματα)
- varnishing, polishing, shining (the process of varnishing, etc)
Declension
declension of βερνίκωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βερνίκωμα | βερνικώματα |
genitive | βερνικώματος | βερνικωμάτων |
accusative | βερνίκωμα | βερνικώματα |
vocative | βερνίκωμα | βερνικώματα |
Related terms
- see: βερνίκι n (verníki, “varnish”)