Definify.com
Definition 2024
βετεράνος
βετεράνος
Greek
Noun
βετεράνος • (veterános) m (plural βετεράνοι)
Declension
declension of βετεράνος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βετεράνος | βετεράνοι |
genitive | βετεράνου | βετεράνων |
accusative | βετεράνο | βετεράνους |
vocative | βετεράνε | βετεράνοι |