Definify.com
Definition 2024
βιβλιάριο
βιβλιάριο
Greek
Noun
βιβλιάριο • (vivliário) n (plural βιβλιάρια)
Declension
declension of βιβλιάριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιβλιάριο | βιβλιάρια |
genitive | βιβλιάριου / βιβλιαρίου | βιβλιάριων / βιβλιαρίων |
accusative | βιβλιάριο | βιβλιάρια |
vocative | βιβλιάριο | βιβλιάρια |
Derived terms
- βιβλιάριο καταθέσεων n (vivliário katathéseon, “bank passbook”)
Related terms
- βιβλιαράκι n (vivliaráki, “booklet”)
- βιβλίο n (vivlío, “book”)