Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
βιβλιοθηκαρίου
βιβλιοθηκαρίου
See also:
βιβλιοθηκάριου
Greek
Noun
βιβλιοθηκαρίου
•
(
vivliothikaríou
)
c
Genitive
singular
form of
βιβλιοθηκάριος
(
vivliothikários
)
.
Similar Results