Definify.com

Definition 2024


βιογραφικό

βιογραφικό

Greek

Noun

βιογραφικό (viografikó) n (plural βιογραφικά)

  1. curriculum vitae, CV (UK); résumé (US) (shortened form of βιογραφικό σημείωμα (viografikó simeíoma) )

Declension

Adjective

βιογραφικό (viografikó)

  1. Accusative masculine singular form of βιογραφικός (viografikós).