Definify.com
Definition 2024
βιολοντσέλο
βιολοντσέλο
Greek
Noun
βιολοντσέλο • (violontsélo) n (plural βιολοντσέλα)
Declension
declension of βιολοντσέλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιολοντσέλο | βιολοντσέλα |
genitive | βιολοντσέλου | βιολοντσέλων |
accusative | βιολοντσέλο | βιολοντσέλα |
vocative | βιολοντσέλο | βιολοντσέλα |
Synonyms
- τσέλο n (tsélo)
Related terms
- βιολί n (violí, “violin”)
- βιόλα f (vióla, “viola”)
- βιολίστρια f (violístria, “violinist”)
- βιολιστής m (violistís, “violinist”)