Definify.com
Definition 2024
βιομηχανική
βιομηχανική
Greek
Adjective
βιομηχανική • (viomichanikí)
- Nominative feminine singular form of βιομηχανικός (viomichanikós).
- Accusative feminine singular form of βιομηχανικός (viomichanikós).
- Vocative feminine singular form of βιομηχανικός (viomichanikós).