Definify.com

Definition 2024


βιομηχανικοί

βιομηχανικοί

Greek

Adjective

βιομηχανικοί (viomichanikoí)

  1. Nominative masculine plural form of βιομηχανικός (viomichanikós).
  2. Vocative masculine plural form of βιομηχανικός (viomichanikós).