Definify.com
Definition 2024
βιοχημικός
βιοχημικός
Greek
Noun
βιοχημικός • (viochimikós) m, f (plural βιοχημικοί)
Declension
declension of βιοχημικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιοχημικός | βιοχημικοί |
genitive | βιοχημικού | βιοχημικών |
accusative | βιοχημικό | βιοχημικούς |
vocative | βιοχημικέ | βιοχημικοί |
Related terms
- see: βιοχημεία f (viochimeía, “biochemistry”)