Definify.com
Definition 2024
βιταμίνη
βιταμίνη
Greek
Noun
βιταμίνη • (vitamíni) f (plural βιταμίνες)
- vitamin
- Βιταμίνη C (Vitamin C)
Declension
declension of βιταμίνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιταμίνη | βιταμίνες |
genitive | βιταμίνης | βιταμινών |
accusative | βιταμίνη | βιταμίνες |
vocative | βιταμίνη | βιταμίνες |