Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
βλακεία
βλακεία
Greek
Noun
βλακεία
•
(
vlakeía
)
f
(
plural
βλακείες
)
stupidity
,
idiocy
,
nonsense
Declension
declension of
βλακεία
singular
plural
nominative
βλακεία
βλακείες
genitive
βλακείας
βλακειών
accusative
βλακεία
βλακείες
vocative
βλακεία
βλακείες
Related terms
βλάκας
m
(
vlákas
,
“
stupid person
”
)
Similar Results