Definify.com
Definition 2025
βορειοδυτικοί
βορειοδυτικοί
Greek
Adjective
βορειοδυτικοί • (voreiodytikoí)
- Nominative masculine plural form of βορειοδυτικός (voreiodytikós).
- Vocative masculine plural form of βορειοδυτικός (voreiodytikós).
βορειοδυτικοί • (voreiodytikoí)