Definify.com
Definition 2024
βοτανική
βοτανική
Greek
Noun
βοτανική • (votanikí) f (plural βοτανικές)
Declension
declension of βοτανική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βοτανική | βοτανικές |
genitive | βοτανικής | βοτανικών |
accusative | βοτανική | βοτανικές |
vocative | βοτανική | βοτανικές |
Synonyms
Related terms
- βοτανολόγος f (votanológos, “botanist”)
See also
- see: βιολογία f (viología, “biology”)
External links
- βοτανική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el