Definify.com
Definition 2024
βουλευτίνα
βουλευτίνα
Greek
Noun
βουλευτίνα • (vouleftína) f (plural βουλευτίνες, masculine βουλευτής)
Declension
declension of βουλευτίνα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βουλευτίνα | βουλευτίνες |
genitive | βουλευτίνας | — |
accusative | βουλευτίνα | βουλευτίνες |
vocative | βουλευτίνα | βουλευτίνες |
Related terms
- see: βουλή f (voulí, “parliament”)