Definify.com
Definition 2024
βράδυ
βράδυ
Greek
Noun
βράδυ • (vrády) n (plural βράδια)
- evening
- Η ώρα είναι οχτώ το βράδυ. ― I óra eínai ochtó to vrády. ― It is eight o'clock in the evening.
- night
Declension
declension of βράδυ
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βράδυ | βράδια |
genitive | βραδιού | βραδιών |
accusative | βράδυ | βράδια |
vocative | βράδυ | βράδια |