Definify.com
Definition 2024
βρέχει_καρεκλοπόδαρα
βρέχει καρεκλοπόδαρα
Greek
Phrase
βρέχει καρεκλοπόδαρα
- to rain cats and dogs (to rain very heavily)
Synonyms
- ρίχνει καρεκλοπόδαρα (ríchnei kareklopódara)
- βρέχει με το τουλούμι (vréchei me to touloúmi)