Definify.com
Definition 2024
βραχιόλι
βραχιόλι
Greek
Noun
βραχιόλι • (vrachióli) n (plural βραχιόλια)
Declension
declension of βραχιόλι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βραχιόλι | βραχιόλια |
genitive | βραχιολιού | βραχιολιών |
accusative | βραχιόλι | βραχιόλια |
vocative | βραχιόλι | βραχιόλια |
Related terms
- λουράκι n (louráki, “watchstrap”)