Definify.com
Definition 2024
βόμβα_μολότωφ
βόμβα μολότωφ
Greek
Noun
βόμβα μολότωφ • (vómva molótof) f (plural βόμβες μολότωφ)
Synonyms
- κοκτέιλ μολότωφ n (koktéil molótof)
External links
- Κοκτέιλ μολότωφ on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
βόμβα μολότωφ • (vómva molótof) f (plural βόμβες μολότωφ)