Definify.com
Definition 2024
βόμβα_υδρογόνου
βόμβα υδρογόνου
Greek
Noun
βόμβα υδρογόνου • (vómva ydrogónou) f (plural βόμβες υδρογόνου)
Related terms
- ατομική βόμβα f (atomikí vómva, “atom bomb”)
βόμβα υδρογόνου • (vómva ydrogónou) f (plural βόμβες υδρογόνου)