Definify.com
Definition 2025
γαιοπροωθητής
γαιοπροωθητής
Greek
Noun
γαιοπροωθητής • (gaioproothitís) m (plural γαιοπροωθητές)
- Alternative form of γεωπροωθητής (geoproothitís)
Declension
declension of γαιοπροωθητής
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | γαιοπροωθητής | γαιοπροωθητές |
| genitive | γαιοπροωθητή | γαιοπροωθητών |
| accusative | γαιοπροωθητή | γαιοπροωθητές |
| vocative | γαιοπροωθητή | γαιοπροωθητές |