Definify.com
Definition 2024
γαιοπροωθητής
γαιοπροωθητής
Greek
Noun
γαιοπροωθητής • (gaioproothitís) m (plural γαιοπροωθητές)
- Alternative form of γεωπροωθητής (geoproothitís)
Declension
declension of γαιοπροωθητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαιοπροωθητής | γαιοπροωθητές |
genitive | γαιοπροωθητή | γαιοπροωθητών |
accusative | γαιοπροωθητή | γαιοπροωθητές |
vocative | γαιοπροωθητή | γαιοπροωθητές |