Definify.com
Definition 2024
γαλακτοκομικό
γαλακτοκομικό
Greek
Adjective
γαλακτοκομικό • (galaktokomikó)
- Accusative masculine singular form of γαλακτοκομικός (galaktokomikós).
- Nominative neuter singular form of γαλακτοκομικός (galaktokomikós).
- Accusative neuter singular form of γαλακτοκομικός (galaktokomikós).
- Vocative neuter singular form of γαλακτοκομικός (galaktokomikós).