Definify.com
Definition 2024
γατόπαρδος
γατόπαρδος
Greek
Noun
γατόπαρδος • (gatópardos) m (plural γατόπαρδοι)
Declension
declension of γατόπαρδος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γατόπαρδος | γατόπαρδοι |
genitive | γατόπαρδου | γατόπαρδων |
accusative | γατόπαρδο | γατόπαρδους |
vocative | γατόπαρδε | γατόπαρδοι |
Synonyms
- κυναίλουρος m (kynaílouros) (zoology, less common term)
See also
- γατόπαρδος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el