Definify.com
Definition 2024
γείωση
γείωση
Greek
Noun
γείωση • (geíosi) f (plural γειώσεις)
- (electricity) earth (UK), earthing (UK), ground (US).
- ηλεκτρική γείωση ― ilektrikí geíosi ― electrical earth
Declension
declension of γείωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γείωση | γειώσεις |
genitive | γείωσης / γειώσεως | γειώσεων |
accusative | γείωση | γειώσεις |
vocative | γείωση | γειώσεις |
Related terms
- see: Γη f (Gi, “Earth”)