Definify.com
Definition 2024
γεγονός
γεγονός
Greek
Noun
γεγονός • (gegonós) n (plural γεγονότα)
- event, fact, occurrence
- ιστορικό γεγονός
- historical event/fact
- ιστορικό γεγονός
Declension
declension of γεγονός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γεγονός | γεγονότα |
genitive | γεγονότος | γεγονότων |
accusative | γεγονός | γεγονότα |
vocative | γεγονός | γεγονότα |
Synonyms
- συμβάν n (symván)
Related terms
- αγώνισμα n (agónisma, “athletics event”)