Definify.com
Definition 2024
γερουσιαστής
γερουσιαστής
Greek
Noun
γερουσιαστής • (gerousiastís) m, f (plural γερουσιαστές, feminine γερουσιαστίνα)
- (government) senator (member of a senate)
Declension
declension of γερουσιαστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γερουσιαστής | γερουσιαστές |
genitive | γερουσιαστή | γερουσιαστών |
accusative | γερουσιαστή | γερουσιαστές |
vocative | γερουσιαστή | γερουσιαστές |
Related terms
- γερουσία f (gerousía, “senate”)