Definify.com
Definition 2024
γερούνδιο
γερούνδιο
Greek
Alternative forms
- γερούνδιον (geroúndion)
Noun
γερούνδιο • (geroúndio) n (plural γερούνδια)
Declension
declension of γερούνδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γερούνδιο | γερούνδια |
genitive | γερουνδίου | γερουνδίων |
accusative | γερούνδιο | γερούνδια |
vocative | γερούνδιο | γερούνδια |