Definify.com
Definition 2024
γηροκομείο
γηροκομείο
Greek
Alternative forms
- γεροκομείο (gerokomeío) (informal)
Noun
γηροκομείο • (girokomeío) n (plural γηροκομεία)
- (medicine) nursing home, old people's home (hospital and care facility for the elderly)
- Η γιαγιά ζει εδώ και τρία χρόνια στο γηροκομείο. ― I giagiá zei edó kai tría chrónia sto girokomeío. ― Granny has been living in a nursing home for the last three years.
Declension
declension of γηροκομείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γηροκομείο | γηροκομεία |
genitive | γηροκομείου | γηροκομείων |
accusative | γηροκομείο | γηροκομεία |
vocative | γηροκομείο | γηροκομεία |
Synonyms
- οίκος ευγηρίας m (oíkos evgirías, “nursing home”) (euphemism)
Derived terms
- γηροκομία f (girokomía, “elderly care”)
- γηροκομώ (girokomó, “to nurse the elderly”)