Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
γιατρεία
γιατρεία
Greek
Noun
γιατρεία
•
(
giatreía
)
f
(
plural
γιατρείες
)
(
colloquial
,
medicine
)
therapy
,
remedy
Declension
declension of
γιατρεία
singular
plural
nominative
γιατρεία
γιατρείες
genitive
γιατρείας
γιατρειών
accusative
γιατρεία
γιατρείες
vocative
γιατρεία
γιατρείες
Synonyms
θεραπεία
f
(
therapeía
)
Similar Results