Definify.com
Definition 2024
γιγάκυκλος
γιγάκυκλος
Greek
Noun
γιγάκυκλος • (gigákyklos) m (plural γιγάκυκλοι)
Declension
declension of γιγάκυκλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γιγάκυκλος | γιγάκυκλοι |
genitive | γιγακύκλου | γιγακύκλων |
accusative | γιγάκυκλο | γιγακύκλους |
vocative | γιγάκυκλε | γιγάκυκλοι |