Definify.com
Definition 2024
γιοττάμετρο
γιοττάμετρο
Greek
Noun
γιοττάμετρο • (giottámetro) n (plural γιοττάμετρα)
Declension
declension of γιοττάμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γιοττάμετρο | γιοττάμετρα |
genitive | γιοτταμέτρου | γιοτταμέτρων |
accusative | γιοττάμετρο | γιοττάμετρα |
vocative | γιοττάμετρο | γιοττάμετρα |
Related terms
See also
- Appendix:Greek number and measurement