Definify.com
Definition 2024
γκαράζι
γκαράζι
Greek
Noun
γκαράζι • (nkarázi) n (invariable)
- Colloquial form of γκαράζ (nkaráz)
Declension
declension of γκαράζι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γκαράζι | γκαράζια |
genitive | γκαραζιού | γκαραζιών |
accusative | γκαράζι | γκαράζια |
vocative | γκαράζι | γκαράζια |