Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
γκρέιπ_φρουτ
γκρέιπ φρουτ
See also:
γκρέιπφρουτ
,
γκρέϊπφρουτ
,
and
γκρέιπ-φρουτ
Greek
Noun
γκρέιπ φρουτ
•
(
nkréip frout
)
n
(
invariable
)
Alternative form of
γκρέιπφρουτ
(
nkréipfrout
)
Similar Results