Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
γλαροπουλιού
γλαροπουλιού
Greek
Noun
γλαροπουλιού
•
(
glaropoulioú
)
n
Genitive
singular
form of
γλαροπούλι
(
glaropoúli
)
.
Similar Results