Definify.com
Definition 2024
γλυκόριζα
γλυκόριζα
Greek
Alternative forms
- γλυκόρριζα f (glykórriza)
- γλυκύριζα f (glykýriza)
- γλυκύρριζα f (glykýrriza)
Noun
γλυκόριζα • (glykóriza) f (plural γλυκόριζες)
Declension
declension of γλυκόριζα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γλυκόριζα | γλυκόριζες |
genitive | γλυκόριζας | — |
accusative | γλυκόριζα | γλυκόριζες |
vocative | γλυκόριζα | γλυκόριζες |