Definify.com
Definition 2024
γλυπτική
γλυπτική
Greek
Noun
γλυπτική • (glyptikí) f (plural γλυπτικές)
Declension
declension of γλυπτική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γλυπτική | γλυπτικές |
genitive | γλυπτικής | γλυπτικών |
accusative | γλυπτική | γλυπτικές |
vocative | γλυπτική | γλυπτικές |
Related terms
- γλύπτης m (glýptis, “sculptor”)
- γλύπτρια f (glýptria, “sculptor”)
- γλυπτό n (glyptó, “sculpture object”)
- γλυπτός (glyptós, “sculptured”)
Synonyms
- αγαλματοποιία f (agalmatopoiía)
External links
- γλυπτική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el