Definify.com
Definition 2025
γνωστοποίηση
γνωστοποίηση
Greek
Noun
γνωστοποίηση • (gnostopoíisi) f (plural γνωστοποιήσεις)
- announcement (the act and the result)
Declension
declension of γνωστοποίηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γνωστοποίηση | γνωστοποιήσεις |
genitive | γνωστοποίησης / γνωστοποιήσεως | γνωστοποιήσεων |
accusative | γνωστοποίηση | γνωστοποιήσεις |
vocative | γνωστοποίηση | γνωστοποιήσεις |
See also
- see: έκδοση f (ékdosi, “edition, issue”)