Definify.com
Definition 2025
γογγυλοκράμβη
γογγυλοκράμβη
Greek
Noun
γογγυλοκράμβη • (gongylokrámvi) n (plural γογγυλοκράμβες)
Declension
declension of γογγυλοκράμβη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γογγυλοκράμβη | γογγυλοκράμβες |
genitive | γογγυλοκράμβης | — |
accusative | γογγυλοκράμβη | γογγυλοκράμβες |
vocative | γογγυλοκράμβη | γογγυλοκράμβες |