Definify.com
Definition 2024
γομολάστιχα
γομολάστιχα
Greek
Alternative forms
- γόμα f (góma)
Noun
γομολάστιχα • (gomolásticha) f (plural γομολάστιχες)
Declension
declension of γομολάστιχα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γομολάστιχα | γομολάστιχες |
genitive | γομολάστιχας | — |
accusative | γομολάστιχα | γομολάστιχες |
vocative | γομολάστιχα | γομολάστιχες |