Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
γορίλλας
γορίλλας
Greek
Noun
γορίλλας
•
(
goríllas
)
m
(
plural
γορίλλες
)
Alternative spelling of
γορίλας
(
gorílas
)
Declension
declension of
γορίλλας
singular
plural
nominative
γορίλλας
γορίλλες
genitive
γορίλλα
γοριλλών
accusative
γορίλλα
γορίλλες
vocative
γορίλλα
γορίλλες
Similar Results