Definify.com
Definition 2024
γουδοχέρι
γουδοχέρι
Greek
Noun
γουδοχέρι • (goudochéri) n
- pestle (instrument)
Declension
declension of γουδοχέρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γουδοχέρι | γουδοχέρια |
genitive | γουδοχεριού | γουδοχεριών |
accusative | γουδοχέρι | γουδοχέρια |
vocative | γουδοχέρι | γουδοχέρια |