Definify.com
Definition 2024
γραπτό
γραπτό
Greek
Alternative forms
- γραφτό m (graftó)
Noun
γραπτό • (graptó) n (plural γραπτά)
Declension
declension of γραπτό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γραπτό | γραπτά |
genitive | γραπτού | γραπτών |
accusative | γραπτό | γραπτά |
vocative | γραπτό | γραπτά |
Usage notes
- Although both forms (γραπτό, γραφτό) are used interchangeably, form γραφτό is most used for destiny
Adjective
γραπτό • (graptó)